μπιζού

μπιζού
το
άκλ. (λ. γαλλ.), το κόσμημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπιζού — το κόσμημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bijou < βρετον. bizou «κρίκος, δαχτυλίδι»] …   Dictionary of Greek

  • μπιζουτιέρα — η θήκη για κοσμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπιζού + κατάλ. ιέρα (πρβλ. σουπ ιέρα, φρουτ ιέρα)] …   Dictionary of Greek

  • Βαλέρ, Μαξ — (Max Waller, 1860 1889). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Βέλγου γαλλόφωνου ποιητή Μορίς Βαρλομόν. Υπήρξε διευθυντής της επιθεώρησης La jeune Belgique (Το νεαρό Βέλγιο), που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στην αναγέννηση των βελγικών γραμμάτων τον 19o αι. Μετά… …   Dictionary of Greek

  • φομπιζού, το — και φο μπιζού, το άκλ. (λ. γαλλ.), ψεύτικο κόσμημα, από ύλη φτηνή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”